μεσπιλέα
Смотреть что такое "μεσπιλέα" в других словарях:
μουσμουλιά ή μεσπουλιά — Κοινή ονομασία δύο οπωροφόρων δέντρων διαφορετικού γένους: της εριοβότρυος της ιαπωνικής και της μεσπιλέας της γερμανικής, αλλά της ίδιας οικογένειας, των ροδιδών (δικοτυλήδονα). Πιο διαδεδομένη και πιο γνωστή στην Ελλάδα είναι η πρώτη. Κατάγεται … Dictionary of Greek
μεσπιλιά — και μεσπιλέα η βοτ. η μουσμουλιά … Dictionary of Greek
μουσμουλιά — η κοινή ονομασία τού είδους Eriobotrya japonica τού γένους φυτών εριοβοτρύα, το οποίο καλλιεργείται σε πολλές περιοχές για τον εδώδιμο κίτρινο καρπό του. [ΕΤΥΜΟΛ. < *μεσπιλέα < μεσπίλη «μούσμουλο» (βλ. λ. μούσμουλο)] … Dictionary of Greek
πομελιδιά — η, Ν το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό μεσπιλέα η γερμανική … Dictionary of Greek